Ψ, ψ

Ψ, ψ
Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά π, β, φ. Στα παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα, Κρήτης, Μήλου, Θήρας, και εν μέρει στα ανατολικά αλφάβητα (Μικρά Ασία, Άργος, Κόρινθος, Μέγαρα κ.ά.), ο φθόγγος αυτός παριστανόταν με το σύμπλεγμα πσ. Σε μερικά ανατολικά αλφάβητα (Πάρος, Νάξος, Αθήνα, Αίγινα κ.ά.) και στα δυτικά αλφάβητα παριστανόταν γενικά με το σύμπλεγμα φσ (στα δυτικά μάλιστα αλφάβητα το γράμμα Ψ δήλωνε τον φθόγγο χ). Η χρήση του Ψ γενικεύτηκε μετά την εισαγωγή του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα το 403 π.Χ. Έτσι το ψ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αδιακρίτως τα συμπλέγματα πσ, βσ, φσ: έπεμπ-σα > έπεμψα, έτριβ-σα > έτριψα, έγραφ-σα > έγραψα. Το ψ της νέας ελληνικής ή είναι κληρονομημένο από την αρχαία γλώσσα (ψωμί, ψάρι, έτριψα) ή αναπτύχθηκε από τη συνάντηση του υ των διφθόγγων αυ, ευ με σ: έ-καυσα > έκαφσα > έκαψα, εκπαίδευσα > παίδεψα. Το άηχο νεοελληνικό ψ (= ps) τρέπεται σε ηχηρό (bs) σε συνεκφορά με προηγούμενο ν: τον ψάλτη (to(m)bsalti).
* * *
ΝΜΑ
1. γραμμ. βλ. ψι
2. (ως αριθμ.) α) ψ
ο αριθμός 700
β) ψ ο αριθμός 700.000
νεοελλ.
1. μαθημ. α) γράμμα με το οποίο συμβολίζεται μια άγνωστη ποσότητα
β) γράμμα με το οποίο συμβολίζεται η δεύτερη καρτεσιανή συντεταγμένη ενός σημείου τού επιπέδου ή τού χώρου
2. φυσ.-χημ. η κυματοσυνάρτηση ενός κβαντικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”